- ταυτολογεῖ
- ταυτολογέωpres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)ταυτολογέωpres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταυτολόγος — ο / ταὐτολόγος, ον, ΝΜΑ αυτός που ταυτολογεί, που επαναλαμβάνει τα ίδια πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο) * + λόγος*] … Dictionary of Greek